-
1 облизать
-ижу, -йжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облизанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.γλείφω•облизать ложку γλείφω το κουτάλι•
облизать тарелку γλείφω το πιάτο•
облизать губы (ξερο)γλείφω τα χείλη.
|| καθαρίζω, παστρεύω, γυαλίζω.εκφρ.пальчики -йжешь – θα γλείψεις τα δάχτυλα (είναι πολύ νόστιμο ή θα σου αρέσει πολύ).γλείφομαι•облизать после еды γλείφομαι μετά το φαγητό•
кошка -лась η γάτα γλείφτηκε.